ὑπόληψιν

ὑπόληψιν
ὑπόληψις
taking up
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • останъкъ — ОСТАНЪК|Ъ (64), А с. 1.Остаток когол., чегол.: по семь чьтениѥ останъкъ реченаго сло(в). УСт к. XII, 5 об.; иѥзекиль видѧ ихъ закалаѥмы гл҃ше. ѹвы г(с)и потреблѧѥши останкы из҃лвы. ПНЧ 1296, 93 об.; и бѣ тѹга и беда. останкѹ || живыхъ. бѣ бо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ATHEOS — cognom. Diagorae et Theodori, apud ciceronem de Nat. Deor. l. 1. c. 1. Quid Diagoras, Atheos qui dictus est, posteaque Theodorus; nonne aperte Deorum naturam sustulerunt? De Diagora enim Athenagoras, aperte promulgatam eius hanc sententiam esse,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μουσώ — (I) μουσῶ, όω (ΑΜ) [μούσα (Ι)] 1. παθ. μουσοῡμαι, όομαι λαμβάνω καλλιτεχνική μόρφωση («ὑπόληψιν ἐμποιεῑν καὶ δόξαν ἀνθρώποις ἀγραμμάτοις, πολυγράμματος αὐτὸς ὢν καὶ μεμουσωμένος», Πλούτ.) αρχ. 1. δίνω μουσικότητα σε κάτι 2. παθ. α) αρμόζομαι για… …   Dictionary of Greek

  • υπόληψη — η / ὑπόληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπόλημψις, Α [ὑπολαμβάνω] η καλή γνώμη που διαμορφώνει κανείς για κάποιον ή για κάτι, εκτίμηση, σεβασμός (α. «είναι άνθρωπος με υπόληψη» β. «ἔργοις τὴν δόξαν καὶ τὴν τῶν στρατιωτῶν ὑπόληψιν ἐπιστοῡτο»,… …   Dictionary of Greek

  • χαριστωνία — ἡ, Α αγορά από εύνοια, χαριστική αγορά («μὴ πρόσαγε μήθ ὑπόληψιν χαριστωνίας θεοῖς ὅτι ταῦτα πράττεις», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι (πρβλ. χαριστικός) + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἰσ ωνία, παν ωνία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”